Έχεις μειώσει τα έξοδά σου στο ελάχιστο. Έχεις κάνει τα πάντα για να σου περισσεύουν χρήματα στο τέλος του μήνα, αλλά αυτά καλά καλά δε φτάνουν. Έψαξες έξυπνο τρόπο να χαρτζιλικώνεσαι…μέχρι που συνειδητοποίησες ότι η γιαγιά που βγαίνει φορτωμένη από το σούπερμαρκετ, θα δεχτεί μεν την ευγενή σου πρόθεση να της πας τα ψώνια σπίτι, αλλά η ανταμοιβή δε μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από ένα κουραμπιέ (περσινό συνήθως). Είδες κι απόειδες, και τελικά έβαλες τα κλάματα. Εντάξει, κάντο. Άλλα όχι μέσα στα αυτιά μου.
Ε ναι λοιπόν είναι γεγονός. Λεφτά από τον ουρανό δεν πέφτουν. Αλλά δεν έπεσαν και ποτέ, για να μη γελιόμαστε. Κάποιοι υπήρξαμε πολύ τυχεροί, αρκετά ευνοούμενοι και λίγο κλέφτες, κάποιοι λιγότερο τυχεροί και με σταυρό στο χέρι. Κάποιοι δεν υπήρξαμε καν τυχεροί και κάποιοι δεν υπήρξαν καν [σκέτο].(μα ναι! Το έχουμε διαβάσει όλοι. Υπήρξαν κι αυτοί που κάποτε χρειάστηκε να πολεμήσουν στα 18 τους) . Κι ερωτώ, αυτοί τόσο πολύ γκρίνιαζαν; Κι αν ναι, μετά τη γκρίνια τους τους έφευγε η σύγχυση και διασκέδαζαν μέχρι θανάτου;
Και προς Θεού, κανένα πρόβλημα δεν έχω με τη διασκέδαση. Αλλά καμιά φορά φοβάμαι πως είμαστε μπερδεμένος λαός. Ακόμα περισσότερο μπερδεμένοι άνθρωποι, ο καθένας προσωπικά. Μπερδεμένοι ο ένας για όλους και όλοι για έναν. Ντόμινο είναι και μας ρίχνει όλους κάτω όμως… Γιατί το να συγχέω το «δεν έχω λεφτά» με το «αχ! πώς θα πάρω τώρα εκείνο το ρολόι με τα στρασάκια που μου μιλάει, φωνάζει, τραγουδάει και κάνει και τούμπες» ή «δε θα πάω αυτό το Σάββατο για καφέ» , μπέρδεμα το ονομάζω. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου, γιατί ο καθένας ξέρει καλύτερα τι θέλει και τι χρειάζεται. Το θέμα μου είναι ο επιτάφιο που απαγγέλλουν καθημερινά μικροί-μεγάλοι Έλληνες .
Και στο σημείο αυτό θα ξεκινήσω με τις γιαγιάδες.. ύπουλο πράγμα η εισαγωγή στην Τρίτη ηλικία. Δείχνουν τόσο αθώες και γλυκούλες… Μην ψαρώνεις! Είναι μέχρι να ανοίξουν το στόμα. Και τότε ξεκινά ο θρήνος που θυμίζει χορωδία κακής ποιότητας. «Κι εσείς τι θα κάνετε;»(-θα κόψουμε το φαί), και «πώς θα ζήσετε;» (-όχι καλέ, ποιος είπε ότι θέλουμε να ζήσουμε; Περαστικοί ήμασταν, αύριο πέφτουμε από τον Λυκαβηττό), και «πώς θα κάνετε οικογένεια;» (ε, είπαμε με τον Μάνο να πάρουμε ένα αρσενικό πεκινουά να γονιμοποιήσει τη σκύλα του γείτονα.. αχ θα γίνω γιαγιά!!). Ναι, εντάξει. Μου θύμισες ότι στα χρόνια σου έπαιρνες 3.000 ευρώ ή κάμποσες δραχμές το μήνα. Μου είπες ότι η κατάσταση είναι άσχημη (φευ! Λες και δε το ξέρω!). Γιατί δε θυμάσαι ποτέ να μου πεις πως η γιαγιά σου εσένα βιώσε άλλες καταστάσεις; Όλες αυτοκράτειρες Ελισάβετ υπήρξαν και έτρωγαν για πρωινό χαβιάρι;
Κι έρχομαι σε εσένα (ή μήπως και εμένα;), φοιτητή. Ναι.. δεν έχω λόγο να το αρνηθώ. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να αγχώνεται μη χάσει τη δουλειά του, γιατί μετά πάνε σπουδές και πάνε κι οι Αθήνες, πάνε οι βραδιές με φίλους και κρασί .Και βασικά, το σπουδαιότερο, πάει η παιδικότητα… Αλλά, για τ’ όνομα, σώπαινε! Σταμάτα να λες στον πρωτοετή που πέρασε τα πάθη του για να γράψει στις Πανελλήνιες, ότι δε θα βρει δουλειά. Ναι δουλειά δε θα βρει, θα βρει ψυχή και πνεύμα κι αυτό, αν κι είναι τζάμπα, παραδέξου το, το χεις τσιγκουνευτεί κάτι παραπάνω από πολύ!
Κι όμως οι γενιές περνάνε και περνάνε. Κι ο άνθρωπος έχει πιο σκληρό εξωσκελετό κι από της κατσαρίδες. Γιατί ο άνθρωπος έχει αυτιά για να ακούει όχι μόνο τις απειλές και τους κινδύνους του περιβάλλοντος όπως τα ζώα. Έχει αυτιά, εκτός των άλλων, για να ακούει μουσική, να ακούει ποίηση, να ακούει γλυκόλογα, ερωτόλογα, ψιθύρους.. Να αφουγκράζεται φύλλα που πέφτουν, αεροπλάνα που ταξιδεύουν, κύματα που χτυπάνε βράχια. Να ακούει και τούτο εδώ το ξυπνητήρι. Ώρα; 9 και μισή. Βασικά.. ώρα για δράση. Άσε το μαντήλι. Δεν σου συμπαραστέκεται αυτός που σου σκουπίζει τα δάκρια περισσότερο απ’ αυτόν που σου μαθαίνει να μην κλαις. Αν έχω γνωρίσει κάποιον τέτοιο; Φυσικά! Κι εσύ τον ξέρεις. Ο εαυτός σου είναι.
Γεωργία Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΕΝ ΒΡΊΖΟΥΜΕ Ή ΠΡΟΣΒΆΛΟΥΜΕ,ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΕΙ ΑΜΕΣΩΣ